Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια όμορφη πολιτεία που οι κάτοικοί της ήταν πάντα γελαστοί , στους κήπους τους άνθιζαν χρωματιστά λουλούδια και στο δάσος που περιτριγύριζε την πολιτεία ζούσαν κάθε λογής ζωάκια.Εκεί στη μέση του δάσους υπήρχε μια βελανιδιά που όλοι έλεγαν πως ήταν... ...μαγεμένη !Κανένας δεν πήγαινε να κυνηγήσει κοντά της , γιατί όλοι την σέβονταν!
Σ'αυτή την όμορφη χώρα ζούσε κι ένας τρανός βασιλιάς που είχε δύο γιούς .Τα αδέλφια όμως ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.
Ο ένας αγαπούσε το κυνήγι και καβάλα στο άλογό του ξεχυνόταν σαν αστραπή στο δάσος και κυνηγούσε λύκους , τσακάλια κι αλεπούδες .
Ενώ ο άλλος αγαπούσε τόσο πολύ τα χρώματα και τη ζωγραφική που... χανόταν με τις ώρες κάτω απ'τον ίσκιο της βελανιδιάς ζωγραφίζοντας τη φύση γύρω του!
Μια μέρα όμως ο γιος του βασιλιά , ο κυνηγός , καθώς κυνηγούσε έναν άγριο λύκο σημάδεψε με το τόξο του την γέρικη βελανιδιά. Αμέσως ο τόπος σκοτείνιασε κι η βελανιδιά θυμωμένη του είπε :
''Πώς τόλμησες να φερθείς με τόση ασέβεια ? Η αναίδειά σου θα τιμωρηθεί ώστε κανένας άνθρωπος να μη φερθεί ξανά έτσι ! Θα εξαφανίσω το χρώμα απ'όλη την πολιτεία σου ...''
Μια περίεργη ησυχία απλώθηκε παντού σε όλη τη φύση...
Ο κυνηγός κοίταξε έκπληκτος γύρω του κι όλα είχαν μαυρίσει ...
''Σιγά την σπουδαία τιμωρία '' σκέφτηκε και ξεκίνησε για το παλάτι του να τα διηγηθεί όλα στον πατέρα του και τον αδελφό του .
''Άσκημα έκανες παιδί μου '' του είπε ο πατέρας του '' και πιο άσχημο είναι που γελάς και δεν καταλαβαίνεις πόσο βαριά είναι η τιμωρία ''
Οι μέρες περνούσαν κι όλα είχαν αλλάξει !
Ο ουρανός ήταν μαύρος κι οι άνθρωποι δεν είχαν καθόλου διάθεση να χαμογελάσουν , μόνο γκρίνιαζαν και τσακώνονταν μεταξύ τους .
Ο γιος του βασιλιά ο ζωγράφος , μην αντέχοντας να βλέπει τους ανθρώπους της πολιτείας του σκυθρωπούς , πήγε στη γέρικη βελανιδιά να την παρακαλέσει να πάρει πίσω τα μάγια που έκανε.
''Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε'' είπε η βελανιδιά ''μόνο ο μάγος των επτά χρωμάτων μπορεί να ξαναδώσει ζωή στη φύση! Σκέψου , ψάξε και βρες τον να σε βοηθήσει ''
Το παλικάρι λοιπόν άρχισε να ρωτάει παντού και να ταξιδεύει από χώρα σε χώρα, ψάχνοντας τον μάγο των χρωμάτων , μέχρι που έφτασε σ'ένα λιμάνι . Εκεί ένας ψαράς του είπε να ψάξει στην άκρη του χωριού που μένει ένας σοφός γέροντας.
''Καλώς τον '' είπε ο σοφός γέρος '' έμαθα πως ψάχνεις το μάγο των χρωμάτων , μα κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει παρά μόνο ...η καρδιά σου! Η καρδιά σου ξέρει , μα δεν την ακούς! Βρες μια ήσυχη γωνιά εδώ στην παραλία , κάθησε και περίμενε. Μην κουνηθείς ό,τι κι αν γίνει! Η καρδιά σου θα σου δείξει αυτό που ψάχνεις '' είπε ήρεμα ο σοφός γέρος .
Το παλικάρι παραξενεμένο κάθησε στην παραλία και περίμενε...
Ξαφνικά ο ουρανός μαύρισε κι άρχισε να βρέχει , να βρέχει και να μην σταματάει ...
Εκείνος πιστός στα λόγια του γέροντα , δεν πήγε πουθενά!
Μετά από λίγο ,ο ουρανός καθάρισε απ'τα μαύρα σύννεφα κι ένα λαμπερό ουράνιο τόξο απλώθηκε από πάνω του !Το παλικάρι έμεινε άναυδο απ'την τόση ομορφιά!
Αμέσως γονάτισε , άπλωσε τα χέρια του και φώναξε ''Μάγε των επτά χρωμάτων χάρισέ μου τα χρώματά σου ''. Τότε επτά σταγόνες κύλησαν στις παλάμες του ενώ ακουγόταν μια φωνή ''Είναι μαγικές ... χρησιμοποίησέ τες σωστά !
Το παλικάρι έτρεξε γρήγορα στην πολιτεία του , ανέβηκε σ'έναν ψηλό λόφο και τίναξε με ορμή τα χέρια του στον αέρα !Οι σταγόνες καθώς κυλούσαν στην πόλη ανακατεύτηκαν μεταξύ τους κι έκαναν απίθανους συνδυασμούς !
Το χρώμα ξαναγύρισε στην πόλη και μαζί μ'αυτό το φως , η χαρά και το χαμόγελο στα χείλια των ανθρώπων, που από κείνη την ημέρα έζησαν για πάντα ευτυχισμένοι !!!